αποκαρδιώνω — αποκαρδιώνω, αποκαρδίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκαρδιώνω — άρδιωσα, αρδιώθηκα, ωμένος, κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, αποθαρρύνω: Από όσα είδα και άκουσα αποκαρδιώθηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθυμώ — (I) ( έω) (Α ἀθυμῶ) [ἄθυμος] κατέχομαι από αθυμία, είμαι μελαγχολικός, στενοχωρούμαι, λυπάμαι αρχ. φοβάμαι, ανησυχώ. (II) ἀθυμῶ ( όω) (Α) [ἄθυμος] αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω … Dictionary of Greek
αποθαρρύνω — (Α ἀποθαρρύνω) [θαρρύνω] νεοελλ. προκαλώ σε κάποιον αποθάρρυνση, τον αποκαρδιώνω αρχ. ενθαρρύνω, παροτρύνω … Dictionary of Greek
αποκαρδίωση — η 1. αποθάρρυνση 2. διάψευση των ελπίδων, απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο] … Dictionary of Greek
αποκαρδιωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποκαρδίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κρυώνω — (Μ κρυώνω) [κρύος] 1. (αμτβ.) αισθάνομαι ψύχος, ριγώ («όλη τη νύχτα κρύωνα») 2. (αμτβ.) ψύχομαι, υφίσταμαι ψύξη, ψυχραίνομαι («πιες τον καφέ σου, γιατί θα κρυώσει») νεοελλ. 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω 2. (αμτβ.) κρυολογώ («κρύωσα επειδή… … Dictionary of Greek
αποθαρρύνω — υνα, ύνθηκα, ημένος, κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, αποκαρδιώνω: Η πρώτη εκείνη αποτυχία του τον είχε αποθαρρύνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)